- ατρεμούλιαστος
- -η, -ο1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν τρέμει, που δεν τρεμουλιάζει από φόβο, κρύο ή αρρώστια2. (για ήχο ή φως) αυτός που δεν τρέμει, που δεν παρουσιάζει παλμικές κινήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άτρεμος — η, ο αυτός που δεν τρέμει, ατρεμούλιαστος («άτρεμη φωνή») … Dictionary of Greek